- παγγενέτειρα
- παγγενέτειραfather of allfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγγενέτης — παγγενέτης, ὁ, θηλ. παγγενέτειρα και παγγενήτειρα (Α) ο γενέτης όλων, ο δημιουργός πάντων («Ζεύς παγγενέτης», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γενέτης, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] … Dictionary of Greek